ψαλιδιάρης

ψαλιδιάρης
ο, Ν
(ζωολ. κοινή ονομασία τού αρπακτικού πτηνού Μilvus milvus, τής οικογένειας accipitridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίδ-ι + κατάλ. -ιάρης, πρβλ. αρρωστ-ιάρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ικτίνος — Γένος αρπακτικών πτηνών. Το πιο αντιπροσωπευτικό είδος του γένους αυτού είναι ο ι. ο βασιλικός ή ψαλιδιάρης, διαδεδομένος στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στην Αφρική και στην Ινδία. Έχει μήκος 65 εκ., άνοιγμα πτερύγων 1,50 μ. και διχαλωτή ουρά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”